- αγγελικό
- τό1) внезапная смерть;
του ·ρθε αγγελικό — он скоропостижно скончался;
2) гнев, вспышка гнева;3) эпилепсия; падучая (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
του ·ρθε αγγελικό — он скоропостижно скончался;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγελικό — το [αγγελικός] 1. ξαφνικός θάνατος 2. θυμός, παράφορα … Dictionary of Greek
αγγελικό οξύ — Εμπειρική ονομασία του ακόρεστου μονοκαρβονικού οξέος με έναν διπλό δεσμό και τύπο CH3CH = C(CH3)COOH, που, σύμφωνα με την ονοματολογία της Γενεύης, λέγεται βουτενικό οξύ. Βρίσκεται ελεύθερο στις ρίζες του φυτού αγγελική η φαρμακευτική και με… … Dictionary of Greek
αγγελικό σχήμα — Το ένδυμα που φορά, μετά την κουρά, ο μοναχός ή η μοναχή. Το ευχολόγιο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας διακρίνει τρεις τάξεις μοναχών που έχουν περιβληθεί το α.σ.: την τάξη του ρασοφόρου, την τάξη του μικρόσχημου και την τάξη του μεγαλόσχημου … Dictionary of Greek
αγγελοβάλσαμο — το αγγελικό βάλσαμο, δηλ. άρωμα με εξαιρετική μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + βάλσαμο] … Dictionary of Greek
αγγελοβλεπούσα — η αυτή που βλέπει, που κοιτάζει σαν άγγελος, που έχει αγγελικό βλέμμα … Dictionary of Greek
αγγελοπρόσωπος — η, ο αυτός που έχει αγγελικό πρόσωπο, που είναι πολύ όμορφος … Dictionary of Greek
αγγελόκορμος — η, ο αυτός που έχει αγγελικό σώμα, ωραία κορμοστασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κορμί] … Dictionary of Greek
μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
μαυροφορώ — [μαυροφόρος] 1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι) 2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, η, ο(ν) αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί … Dictionary of Greek
αγγελικέλαιo — Αιθέριο έλαιο που εξάγεται με απόσταξη, από τις ρίζες και τους σπόρους του φυτού αγγελική η αρχαγγελική ή φαρμακευτική. Είναι υγρό κιτρινωπό, αδιάλυτο στο νερό και ευδιάλυτο στο οινόπνευμα. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και φαρμακοποιία.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek